εξάχορδος

εξάχορδος
-η, -ο
1. (για μουσικά όργανα), που έχει έξι χορδές.
2. το ουδ. ως ουσ., εξάχορδο (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξάχορδος — η, ο (Μ ἑξάχορδος, ον) αυτός που έχει έξι χορδές μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάχορδον κλίμακα έξι φθόγγων με ένα ημιτόνιο στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χορδή] …   Dictionary of Greek

  • εξαχορδία — η [εξάχορδος] μουσ. το σύστημα τού εξάχορδου μουσικού οργάνου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”